π. Βασίλειος Χριστοδούλου

 

Μέ τόν διο τρόπο πού μεγαλώνοντας να παιδί μέσα στό πλαίσιο μις γαμικς σχέσης -ξελιχθείσας σέ οκογένεια- διαπιστώνει τό οσιαστικό διαζύγιο τν γονέων του, χωρίς ποτέ ατό νά χει τυπικά μολογηθε, κάπως τσι καί δική μου νηλικίωση (λλά καί πολλν λλων) μέσα στήν κκλησία διαπίστωνε να διαζύγιο μεταξύ τς μάνας κκλησίας καί τοπατέρα κόσμου, καί γιά νά τό συγκεκριμενοποιήσω, μεταξύ τς κκλησίας καί τς τέχνης, το πολιτιστικο παράγωγου κάθε ποχς, τς πολύφωνης καλλιτεχνικς νθρώπινης δημιουργίας.

ασθηση ατή τοδιαζυγίου μεταξύ κκλησίας καί σύγχρονης τέχνης, εναι κυρίαρχη λες τίς τελευταίες δεκαετίες στόν τόπο μας καί εναι να πό τά μεγάλα μαρτήματα τονεοελληνικοβίου, μέ κοινή εθύνη καί τν δύο, τόσο τς κκλησίας σο καί τοσύγχρονου καλλιτεχνικοκόσμου.

Οσχέσεις πού ντιλαμβανόμουν μεταξύ τν δύο ταν πότε νεκτικές, καί πότεδιάφορες, κάποτελληλοϋπονομευόμενες, πολλές φορές δέ συγκρουσιακές καί διχαστικές. πορεία νηλικίωσης κτίθεται στό συνεχές καί βασανιστικά ρωτηματικό «γιατί», καί στήν τυπη νάληψη νός χρέους, μήπως μπορῶ ἐγώ νά λειτουργήσω μιά συνάντηση, νά γίνω γώ κοινός τόπος μις λληλοκατανόησής τους.

Τό πολύ περίεργο καί ντιφατικό συναντται στήν διαπίστωση, πώς μιλώντας γιά τήν κκλησία, ς ντιπαρατιθέμενη μέ τήν σύγχρονη πολιτιστική κφραση, οσιαστικά ναφερόμαστε σέ μιά διαιώνια στορική κοινότητα νθρώπων ποία ναποθέτει συνεχς καί σταμάτητα στά θησαυροφυλάκια τν καρδιν καί στούς χώρους τς λπίδας, χι να παρελθόν, πού ο νθρωποι θά σιτίζονται τήν μνήμη, λλ’ να προσδοκώμενο μέλλον, φτιαγμένο μέ λικά το παρόντος, ζωγραφικά, γλυπτικά καί ρχιτεκτονικά, μουσικά, ποιητικά καί λογοτεχνικά, νώπιον το ποου ο νθρωποι παύουν νά ασθάνονται μετεξεταστέοι στή ζωή μέ «λη δίδακτη τόν θάνατο»[1]. 

Ἡ Ἐκκλησία δέν ποχωρεσέ να παρελθόν, οτε ποδρσέ να μέλλον γιά νά ποφύγει τό παρόν. Τό παρελθόν πρέπει νά λειτουργεμέσα μαςς μία σύμβαση πού θά νοηματοδοτετό παρόν, στε τό μέλλον ρχόμενο πό πολύ μακριά νά μήν τρομοκρατεῖ ὡς γνωστο, λλά νά ξενοδοχεται ς οκεο.

Κι μως, μέσα σ’ ατόν τόν χρο τοπολιτισμικοῦ ὀργασμοκαί τς συνεχος καλλιτεχνικς γέννας (κι δεναι τό περίεργο καί ντιφατικό) ασθάνεσαι πώς κάποια πράγματα εναι σχεδόν παγορευμένα. Ογιορτές καί οἱ ἐκδηλώσεις θά πρέπει παραίτητα νά ταυτίζονται μέ να καί μόνο μουσικό παράγωγο, τό δημοτικό τραγούδι  καί τή Βυζαντινή μουσική, πού πό νδυμα προσευχητικς κεσίας λαμβάνει καί τήν χρησιμότητα συναυλιακοῦ ἀκούσματος. Στούς κκλησιαστικούς χώρους πολιτιστικς κφρασης πετον μόνιμα δικέφαλοι ετοί βαλσαμωμένοι μέ ταρίχευση Βυζαντινς στεροφημίας, προκαλώντας τό θρόϊσμα βελούδινων φύλλων-κουρτινν κρεμώμενων πό καμπυλωτά παραθύρια-δέντρα. Ασθανόμουν πολλές φορές, τό μολογ, τήν νατριχίλα μις κινητοποίησης. Σάν κάτι νά ’χει σταματήσει τόν χρόνο. Σάν να παρελθόν, χι στήν ποιότητά του, λλά στήν στορική του κφραση - τελεσίδικα λοκληρωμένη – νά διεκδικετό παρόν μου, πιτρέποντάς μου νά ζστόν βαθμό μόνο πού ναπολ. ξω ζωή σπαρταροσε. κουγα τά βογγητά δίνων τοκετοτοκαινούριου. Ὁ ἄνθρωπος ξεγεννοσε τέχνη, συνέχιζε νά γωνι, νά παράγει, νά δημιουργεκαί νά κφράζεται, γράφοντας ποίηση καί λόγο πεζό, δημιουργώντας θέατρο καί κινηματογράφο, συνθέτοντας μουσική καί ργα ζωγραφικά, καί μες, οἱ ἐντός τν τειχν τς κκλησίας (σάμπως ἡ Ἐκκλησία νά ’χει τείχη καί νά μήν εναι λος κόσμος δωμένος στήν σχατολογική του προοπτική), νά καμωνόμαστε πώς δέν κομε, πώς τίποτε δέν συμβαίνει, νίοτε δέ νά παξιώνουμελον ατό τόν «βέβηλο» κόσμο τοσύγχρονα εκαστικοσέ ντιπαράθεση μέ τόν δικό μας «ερό» τοπαρελθοντικά ποδεκτο.[2] 

Ἡ Ἐκκλησία μένει νά ναπαράγει μία παράδοση, ναντίρρητα σπουδαα καί σημαντική, δείχνοντας μως πρόθυμη νά διαλεχθεμέ τήν διαχρονική γωνία τοῦ ἀνθρώπου γιά τά τιμαλφτς ζως του,  κδηλούμενη μέστς κάθε μορφς τέχνης, γνοώνταςτι «πολιτισμός δέν εναι να ρθολογιστικό κατασκεύασμα ἤ ἀντιγραφή μις λλότριας κατασκευς, λλά να χάρισμα ἤ ἕνας πόνος τοῦ ἀνθρώπου καί νός λαοπού συνειδητοποιετήν ατογνωσία του καί νεργοποιετήν διαιτερότητά του».[3]

Ασθάνομαι πώς λη ατή λιγγιώδης πολιτισμική παρακαταθήκη τς κκλησίας λειτούργησε σέ λους μας μία φυσίωση ατάρκειας καί ξάντλησης ντός τν τειχν μας λων τν σπουδαίων καί σημαντικν το νθρώπου. Σάν νά μήν χει κανείς λλος τίποτα νά πεκαί νά καταθέσει. κόμα καί σήμερα, πόσο μλλον σέ περασμένες δεκαετίες, δέν σοσυγχωρονταν νά πορεύεσαι μέ τό «βέβηλο» τοκόσμου. Νά μιλς δηλαδή γιά κινηματογράφο καί ποπ-ροκ μουσική, γιά σύγχρονο ντεχνο τραγούδι καί παραστάσεις θεατρικές, νά μυεσαι στήν μυστηριακή δομή τοκόσμου μέ χημα τήν ποίηση τήν λυτική, νά διψς ναζήτηση τοΘεο στά ρια τοῦ ὑπαρξιακογκρεμομαζί μέ τόν Καζαντζάκη, νά θαυμάζεις τόν παράδεισο χι μόνο γιογραφικά λλά καί ζωγραφικά. χι γιατί κάτι παγορεύονταν σοῦ ἐπιβάλλονταν, λλά γιατί ἡ Ἐκκλησία παψε νά συνομιλεμέ τόν κόσμο, νά ερουργετίς τέχνες του, νά κκλησιάζει τήν γωνία καί τήν κφρασή του, σέ σημεο πού κάθε τι π’ λα ατά νά φαντάζει ξένο καί περίεργο, ν τέλει νά παραδίδεται στή σφαρα το«νίερου».

Ἡ Ἐκκλησία ποτέ δέν λειτούργησε ς να πολιτισμικό μέγεθος ξέχωρο τοκόσμου. πρξε διαιώνια πρόσληψη κάθε καλλιτεχνικς κφρασης ατοτοκόσμου, μετουσιώνοντάς την σέ κοινωνία μέ τόν Θεό. Ἡ Ἐκκλησία«ν τκόσμῳ ἀλλ’ οκ κ τοκόσμου τούτου»[4] λευθέρωνε κάθε καλλιτεχνική κφραση καί δημιουργία πό τήν στενωπό τοχρόνου καί τοχώρου δίνοντάς τους την εκαιρία νά παροντοποιον τό αώνιο καί νάσφραίνονται τό πέκεινα. Ἡ ἄρνηση τεμαχισμοτοκόσμου σέ βέβηλο καί ερό φήνει να Παράδεισο πάντα νά μπλέκεται σέ μιά τοιχογραφία τοΠανσέληνου λλά καί νά σεριανίζει σέ μιά ζωγραφιά το Τσαρούχη.[5] Νά θωπεύει τή γμέ τρουλλαα γκαλιά λλά καί νά τήν ταξιδεύει μέ Παρθενώνεια ετώματα. Νά μήν τόν ντοπίζεις μόνο στά κοντάκια τοΡωμανοῦ ἀλλά καί στήν ποίηση τοῦ Ἐλύτη. Νά τόν γωνις μέ τά κείμενα τά ναστάσιμα τοΔαμασκηνο, λλά καί μ’ ατά τοΠεντζίκη. Ατή τήν νότητα τν πραγμάτων πηρετοσε πάντοτε ἡ Ἐκκλησία, γιά τήν ποία ποκαλυπτικά μιλᾶ ὁ Μωρίς Μπεζάρ, σέ συζήτηση πού εχε μέ τόν Μάνο Χατζιδάκι: «Δέν εναι δυνατό νά νοηθεθρησκευτική περιπέτεια ξω πό τήν προσωπική γωνία τοῦ ἀνθρώπου... ζωή μου λόκληρη, θεωρία μου καί οἱ ἀναζητήσεις μου στηρίζονται σ’ να ασθημα νότητας τν πραγμάτων. Γιά τή ζωή μου τίποτα δέν εναι ξέ­χωρο π’ ατήν τήν νότητα. Στά ρωτήματα πού μοῦ ἔστειλες γραπτά, μιλς χώρια γιά τόν ρωτα καί χώρια γιά τη δουλειά μου. Στήν πραγμα­τικότητα μως δέν μπορνά διαχωρίσω τόν Μωρίς πού κάνει ρωτα πό τόν Μωρίς πού ναζητάει τή θεότητα καί τόν Μωρίς πού κάνει τή δου­λειά του. Γιά μένα καί τά τρία ατά εναι να καί διαχώριστο. Δέν ξέρω π.χ. ν δουλεύω κάνοντας ρωτα, ν κάνω ρωτα προσευχόμενος ἤ ἄν προσεύχομαι δουλεύοντας στήν μπάρα... Γι’ ατό θρησκεία χει τόσο μεγάλη σημασία στή ζωή μου. Χάρη στή θρησκεία μπορενά πιτευχθεῖ ἡ πολυπόθητη νότητα. ζωή μου μπορενά σκορπίζεται σέ κάθε κα­τεύθυνση, γώ μως ταυτόχρονα "τρώω" θεό, "φιλάω" θεό, "πίνω θεό", "χορεύω" θεό καί σ’ λες τίς κρίσιμες στιγμές τς ζως μου ασθάνομαι βαθιά τήν παρουσία κάποιου λλου».[6]       

διαπίστωση ατοτοδιχασμοστό σμα τοκόσμου εναι πού πάντα μέ θλιβε. Νά βλέπω τόν λλο πέναντί μου καί χι μέσα μου. Ν.Γ. Πεντζίκης μέ τήν μοναδική, λογοτεχνική, ποιητική του μεταφορά σημειώνει ατόν τόν σπαραγμό τοδιχασμο: «νέος πού στέκονταν στό παράθυρο κι βλεπε πέναντί του τήν γαπημένη κοπέλα, μελαγχολοσε γιατί καταλάβαινε τι τίποτα δέν πρχε πού νά τούς πιτρέπει τήν νωση. πό τούς δυό κανένας δέν μποροσε νά βγεῖ ἀπό τό σμα του. Δέν γινόντουσαν πουλιά, σπρα περιστέρια οδυό τους, πό τούς ξστες ν’ ανέβουν ψηλά, νά σμίξουν στήν κορυφή τοθόλου, μ’ γιασμένες εχές».[7]

Τήν δια βέβαια στάση πό τήν δική του πλευρά κράτησε καί σύγχρονος καλλιτεχνικός κόσμος, ρνούμενος νά συνομιλήσει μέ τοτον τόν δισχιλιετῆ ἐκκλησιαστικό πολιτισμό, μύητος ν πολλος στήν ζείδωρη περιουσία του, νίοτε δέ καί μυκτηρίζοντάς τον ς εδος πλέον μόνο μουσειακό.πιπόλαιη καί νώριμη στάση, λικό μως γιά μιά λλη ρθογραφία.

«νάμεσα στούς δυό, ορανός μέ πυκνότητα δέας δέν πρχε»[8], καί στό ραιό ατό διάκενο, βρκε χρο κανό νά ναπτυχθεῖ ἡ σύγχρονη δέα τς ποκουλτούρας, ταΐζοντας μέ κτόνωση καί φασία τόν νεοέλληνα, δημιουργώντας σταδιακά συνθκες κρισίας, ασθητικς φτώχειας, πλήρους συνθηκολόγησης μέ τό φτηνό, τό πιπόλαιο, τό χύδην διασκεδαστικό.

Κάπου δῶ ἄς ξαναπιάσουμε κενο τό συνεχές καί βασανιστικά ρωτηματικό «γιατί», τς φετηρίας μας καί τήν τυπη νάληψη νός χρέους πού γεννιέται, μήπως μπορῶ ἐγώ νά λειτουργήσω μιά συνάντηση, νά γίνω γώ κοινός τόπος μις λληλοκατανόησης. Καί λο ατό,χι στό πλαίσιο μις θεωρητικς νησυχίας μις πέρμετρης προσωπικς φιλοδοξίας, λλά στόν φουγκρασμό τς παρξης πολλν πού νιστέκονται, πού δέν συμβιβάζονται, πού σφυκτιον καί ζητον νάσες μέ «πυκνότητα δέας».

Γράφει ὁ Ἐλύτης πρός τόν Παπανοτσο, σέ μιά φουγκραστική συμπόρευση μαζί μας: «αθουσα τανε κατάμεστη καί, μέ συγκίνηση χι ψεύτικη, σς διαβεβαιώνω, γύριζα κάθε τό­σο τό κεφάλι μου γιά νά κοιτάξω τό εχάριστο θέαμα νός πλήθους νέων πού, πιτέλους, στό πεσμα τν οκονομικν δυσκολιν καί τν πολέμων, στό πεσμα τς στείρας νοοτροπίας πού τούς νάθρεψε, εχαν ρθει κεγιά ν’ κούσουν τιδήποτε μποροσε νά σχετισθεμέ τήν μορφιά, τή δημιουργία, τήν λπίδα. Πλθος πό πρόσωπα νέων, πού ζητούσανε μέ ρευνητικές ματιές ν’ ναπλά­σουν τίς εκόνες τς περιγραφς σας, μέ χαρακτηριστικά ντονα καί μέ προσήλωση, νά σφρανθονε τό καινούριο αμα πού διψνε λοι καί πού λοι τους τό ρνήθηκαν στό νομα τν πιό ψεύτικων ρχν πού μπορενά διανοηθε κανείς.

Ονέοι ατοί χουν στόσο ρκετή διαίσθηση. Γυρίσανε τίς αθουσες τς ζωγραφικς καί δέν εδανε πουθενά ζωγραφική. ηδιάσανε πό τίς κακότεχνες χρωματιστές φωτογραφίες κι πό τά νεκρά τοπία τοαώνιου νεοελληνικοψευτοεμπρεσιονισμο. Τέ­λειωσαν τό Πολυτεχνεο καί κατάλαβαν τι ς τώρα δέν εχαν κά­νει τίποτε καί πώς πό δκι μπρός πρεπε νά τά κάνουν λα. Κι ναζήτησαν παντο, ναζητονε κόμα, θ’ ναζητονε πάντοτε, σάν ληθινοί νέοι πού εναι»[9].

Μιά παρόμοια διαπίστωση, μ’ ατήν τοῦ Ἐλύτη, κάνει καί κάθε ερέας πού βρίσκεται στήν δια γρήγορση τοκαινοκαί ψηλά ποιοτικο, στόν χρο τς νορίας του. Μέ τήν πάροδο τοχρόνου γναντεύει λοένα καί καλύτερα τούς νθρώπους καί διαπιστώνει διψαλέες καρδιές, πάρξεις πού θά μπορούσαν νά καλλιεργηθον, ν βρίσκονταν κάποιος νά τούς ποψιάσει, νά τούς μυήσει, νά τούς μάθει νά ναζητον, νά νοίξει μιά λλη προοπτική στά νδιαφέροντά τους. νθρώπους πού στερήθηκαν στόν χρο τς οκογένειας, τοσχολειοκαί τς κκλησίας τήν καλλιέργειά τους στόν κόπο καί τήν ναζήτηση –προϋποθετικά γιά τήν συνάντηση μέ τήν μορφιά, τήν ψηλή δημιουργία καί τήν λπίδα[10]- καί πού παρέμεναν νά σιτίζονται τά ξυλοκέρατα τς τηλεοπτικς ηδίας, τν μυθιστορημάτων τοποδαριοκαί τν χων τς κτόνωσης βαπτίζοντάς τους μουσική. 

ποιμένας-ερέας δέν περιμένει ποφάσεις Συνοδικές καί μεταβολές ραγδαες σέ πίπεδο κεντρικό. Ποτέ δέν λλαζε κόσμος τσι. «Ἡ Ἑλλάδα δκαί δεκαετίες προχωράει πό τίς ἐ­ξαιρέσεις της. Μόνο πού τώρα σοι χουν κάτι νά πον δέν τό ἀ­πευθύνουν στόν κόσμο - κόσμος πιά εναι νας πολτός - τό πευθύνουν σέ στέκια, σέ μικρές κυψέλες συγκίνη­σης».[11] 

Πρίν πό δέκα χρόνια περίπου - καί νεχα δη συμπληρώσει τέσσερα χρόνια διακονίας στήν νορία μου – ξεκίνησα δειλά-δειλά λλά ποφασιστικά, μέσα στό πλαίσιο λειτουργίας τς νεανικς φοιτητικς σύναξης τήν τυπη θεσμοθέτηση κινηματογραφικς λέσχης, ἡ ὁποία θά λειτουργοσε μιά φορά τόν μνα, μέ προβολή ταινίας πού γώ θά πέλεγα.

πρωτοβουλία νάπτυξης μις τέτοιας προσπάθειας δέν ποσκοπεστήν δημιουργία νός εχάριστου πογεύματος, λλά σκοπεύει ποιμαντικά στήν καλλιέργεια τν νθρώπων σέ μιά λλη θέαση τς ζως. «κινηματογράφος οσιαστικά κφράζει να κράμα ναζήτησης τν ντολογικν θεμελίων τς πραγματικότητας μέσα σ’ να κόσμο, πού σφαλιστός π’ τά καρκινώματα τν πληγν του, προσδοκεμιά ποκαλυπτική διαδικασία πού θά τόν ξανθρωπίσει».[12] 

«Στή χώρα τς σκις»[13]που λα φαντάζουν πρωτόγνωρα καί διαμόρφωτα καί ἡ ὕπαρξη κάποιας σκιςποψιάζει γιά μις λλης τάξης κινηματογραφική παρουσία, εναι ασθηση τν νθρώπων σ’ ατό τό ξεκίνημα. Οδυσκολίες γίνονται ντιληπτές πό τήν πρώτη κιόλας προσπάθεια καί μαρτυρον τήν δυναμία τοσύγχρονου νθρώπου, ταϊσμένου μέχρι ναγούλας πό τήν τηλεοπτική εκόνα καί τόν κινηματογράφο τοhappy end,[14] νά πάψει νά εναι παθητικός θεατής καί νά γίνει συμμέτοχος το κινηματογραφικο γεγονότος. 

κινηματογράφος ατοτοῦ ἐπιπέδου, παρξιακός καί ποιητικός, στοχαστικός καί λογοτεχνικός, δέν ποτελεῖ ἕνα ντικείμενο θέαμα πού τό παρακολουθες, εναι κατ’ ξοχήν μυητικός. Ζωντανεύει, καί σέ προσκαλε σέ μετοχή. Σάν τή ζωή. Τήν διαμορφώνεις σύ, δέν τήν δέχεσαι. Διόλου τυχαο τι πολλές πό τίς ταινίες ατές δέν χουν ρισμένο τέλος, τοιμα δοσμένο πό τόν σκηνοθέτη, λλά ξοδο σέ μία πραγματικότητα πού καθένας μέ τόν δικό του τρόπο δημιουργε. Μεγάλο μάθημα γιά λους τούς συμμετέχοντες, νά ντιδρον στήν παθητική θέαση, νά «δραστηριοποιονται» πό τήν πρώτη σκηνή, νά μήν περιμένουν τήν ξέλιξη, τό τέλος,λλά νά ζον τό παρόν τς κάθε κινηματογραφικς στιγμς.[15]

Τήν ρα πού τά φτα σβήνουν ασθάνομαι τι καθένας πομακρύνεται πό τόν διπλανό του καί ξεκινμιά προσωπική, ατόνομη σχέση μέ τήν ταινία. Μιά πό τίς μεγαλύτερες, γιά μένα, γοητείες ατοτοῦ ἐγχειρήματος, βρίσκεται στό τέλος, ταν μέ τό ναμμα τν φώτων, προσωπική πορεία τοκαθενός συναντται μ’κείνη τν λλων. Εναι πραγματικά συγκλονιστικό νά διαπιστώνεις τό πόσο διαίτερα καί μοναδικά θεται τό διο γεγονός πό τόν κάθε να χωριστά.[16]λλωστε ποιμαντική ξία μις τέτοιας προσπάθειας διαπιστώνεται στήν συζήτηση πού προκύπτει μετά τήν προβολή τς ταινίας. Πολλές φορές (γιά νά μήν πτίς περισσότερες) χρόνος συζήτησης εναι ὁ ἴδιος μ’ ατόν τς ταινίας. ταινία δημιουργεται καί πάλι, στή δική μας κδοχή, μ’ μς σκηνοθέτες, τά βιώματα καί τίς σκέψεις μας θοποιούς.

Ἡ ἐξέλιξη τς συζήτησης φανερώνει καί τίς λογοτεχνικές δυναμίες μας. δυσκολία ντοπισμομις πραγματικότητας καλά κρυμμένης κάτω πό τήν πιφάνεια, διαίτερα σέ ταινίες λληγορικές καί σουρρεαλιστικές,παρξιακές καί ναγωγικέςναδεικνύει τήν λλειψη λογοτεχνικς παιδείας τονεοέλληνα. Τά πίπεδα νάγνωσης ατν τν ταινιν εναι πολλαπλά, καί τό μόνο σίγουρο εναι, πώς ἡ ἐξιστόρηση σέ πρτο πλάνο δέν ξαντλετήν ταινία λλά λειτουργεῖ ὠς πύλη εσόδου στά νδότερά της. κινηματογράφος ατός «διαβάζεται» μέ τόν τρόπο πού διαβάζεται λογοτεχνία. ποιοτικός κινηματογράφος θέλει πομονή νά πς μέχρι τό τέλος, κριβς σάν τό καλό λογοτέχνημα. Θέλει κόπο καί φοσίωση, δέν εναι διασκεδαστικός.

καταιγιστική δράση, ὁ ἔντονος συναισθηματισμός, ἡ ὀμαλή ξέλιξη τς στορίας καί τό χαρούμενο καί προσδοκώμενο π’ λους τέλος, κυρίαρχα στοιχεα τοῦ ἐμπορικοκινηματογράφου, σκεπάζουν καλά τήν πώλεια τς οσίας καί ποιότητάς του καί σακατεύουν στήν κυριολεξία τήν εαισθησία καί διεισδυτική ματιά τοῦ ἀνθρώπου, φτιάχνοντάς τον χορτασμένο παρατηρητή. Σέ πολλές πό τίς ταινίες τοξεκινήματός μας πιστεύω τι οπερισσότεροι θά εχαν φύγει πό τό πρτο δεκάλεπτο ν δέν μ’ γαποσαν καί δέν μ’ μπιστεύονταν. Σέ παρόμοιες μέ τή δική μας προσπάθειες, τά κινηματογραφικά ριστουργήματα χρειάζονται τήν κατάθεση πό μέρους τν μετεχόντων μις μπιστοσύνης στό πρόσωπο πού τά συστήνει καί τά παρουσιάζει, τι εναι πορεία πού δέν θά σέ βγάλει σέ γκρεμό. Γι’ ατό καί εναι παραίτητο νά γίνεται μιά εσαγωγή στό ξεκίνημα τς ταινίας, στε νά δίνονται τά κατάλληλα ργαλεα γιά τήν ποκωδικοποίησή της λλά καί μία ποψία τοτοπίου της.

δίως τόν πρτο καιρό, μετά τήν ταινία χρειάζονταν μιά πρώτη τοποθέτηση δική μου, γιά νά δοθεῖ ἕνας ξονας κατεύθυνσης στήν κουβέντα καί νά μήν σκορπιστεῖ ἡ συζήτηση σέ λεπτομέρειες νωφελες. Μιά τέτοια κινηματογραφική κπαίδευση-ποιμαντική κονίζει τή ματιά, γείρει τήν εαισθησία, προκαλετήν πομονή, δηγετόν νθρωπο στήν γκατάλειψη το φθηνο καί εκολου. Κλείνει τηλεόραση. Μπέργκμαν, Ταρκόφσκι, Κουροσάβα καί Ντράγιερ μπορον πλέον νά συνομιλον μαζί μας.

ρκετές παρόμοιες προσπάθειες ξελίσσονται στά νοριακά σπλάγχνα τς ρχιεπισκοπς λλά καί λλων Μητροπόλεων πό παπάδες ποιητές, λογοτέχνες, φιλόμουσους καί φιλότεχνους, φιλαναγνώστες καί ναζητητές. Μέ τόν κινηματογράφο ς κοινή συνισταμένη πολλν τεχνν-συνιστωσν, μιά δίωρη προβολή τέτοιας ταινίας ξελίσσεται σέ μπειρία ποιητική, μουσική, λογοτεχνική καί φιλοσοφική. Κτίζονται γέφυρες, δημιουργονται ναχώματα ποιότητας στήν πλημμυρίδα τς ετέλειας, ἡ Ἐκκλησία γκαλιάζει ξανά τή σύγχρονη τέχνη. 

πό τίς νοριακές ατές χαραμάδες ξεχύνεται να μελτέμι λπίδας, φυσώντας κατάστηθα το κόσμου...   

 

Παραπομπές – Σημειώσεις

  1. Κική Δημουλ, ποίημα: «δή σέ μιά πιτραπέζια λάμπα», πό τή συλλογή: «Τό λίγο τοκόσμου 1971», στόν τόμο: «Ποιήματα», κδ.: ΙΚΑΡΟΣ 2009, σ. 146
  2. Γιά περισσότερα βλ. Χρυσόστομου Σταμούλη, «γυναίκα τοΛώτ καί σύγχρονη θεολογία», κδ.: ΙΝΔΙΚΤΟΣ 2008, σ. 15 κ.ξ.
  3. π. Μιχαήλ Καρδαμάκη, «Ἡ ἀλλοτρίωση στή νεοελληνική κοινωνία», στό συλλογικό τόμο «Μαρτυρία ζως», κδ.: ΑΡΜΟΣ 1999, σ. 64
  4. ω. ιε΄ 19
  5. Εναι κπληκτική σκέψη τοΤσαρούχη γιά τήν ξία καί τόν τρόπο τς ζωγραφικς τέχνης: «Ζωγραφίζω σώματα καί νθρώπους καί τοπία τς γς καί δέν μπορνά φανταστπώς λα ατά εναι πάτη τοΣαταν. Χριστός μς νόμασε ‘‘υούς Θεο’’ καί τόν αυτό του ‘‘Υό τοῦ ἀνθρώπου’’. Θέλησε νά νώσει τά πρίν διεσττα. Δέν χω σπουδάσει Θεολογία λλά ξέρω νά διαβάζω τίς εκόνες τν Βυζαντινν... Οζωγράφοι καί ογλύπτες πρξαν πάντοτε μεγάλοι θεολόγοι καί μόνο οἱ ἐξυπνάκηδες τούς ερωνεύονται. Ζωγραφίζοντας τόν τελευταο τν νθρώπων ψάχνω νά βρτά στοιχεα του κενα πού τόν κάνουν ξιο νά νομάζεται ‘‘υός Θεο’’». Γιά περισσότερα βλ. Γ. Τσαρούχης, «ναστάσιμη συνομιλία» (Συνομιλία μέ τόν Ματθαο Μουντέ, Γυναίκα), ς στρουθίον μονάζον πί δώματος, κδ.: ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ, θήνα 1990, σ. 92-93
  6. Μ.Χατζιδάκις, «Μπεζάρ: ‘‘Οδικές μου ρίζες εναι θάλασσα...’’. Συνομιλία μέ τόν Μωρίς Μπεζάρ», στό: «καθρέφτης καί τό μαχαίρι», κδ.: ΙΚΑΡΟΣ 2008, ΣΤ΄ κδ., σ. 68,69
  7. Ν.Γ. Πεντζίκη, «πεθαμένος καί ἡ Ἀνάσταση», κδ.: ΑΓΡΑ 1987, σ. 51
  8. Ν.Γ. Πεντζίκη, π.π., σ. 51
  9. δ. λύτη, «να γράμμα γιά τή σύγχρονη τέχνη», Τά Κείμενα, στό «νοιχτά χαρτιά», κδ.: ΙΚΑΡΟΣ 2009, Ζ΄ κδ., σ. 473
  10. «Εναι μιά ξυδερκέστατη ματιά στήν πνευματική σύγχυση, στόν ξεπεσμό καί τήν νεπάρκεια τς ψυχς –χαρακτηριστικά πού γίνονται λοένα περισσότερο μόνιμο σύνδρομο τοσύγχρονου νθρώπου, γιά τόν ποο θά μπορούσαμε νά διαγνώσουμε τι πάσχει πό πνευματική νικανότητα. Τό ραο κρύβεται πό τά μάτια ατν πού δέν ναζητον τήν λήθεια, ατν γιά τούς ποίους ἡ ἀλήθεια ‘‘ντεδείκνυται’’», ντρέι Ταρκόφσκι, «Σμιλεύοντας τό χρόνο», κδ.: ΝΕΦΕΛΗ 1987, σ. 60
  11. Διονύση Σαββόπουλου, Συνέντευξη στήν ννα Γριμάνη, περιοδικό «Κ», ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ τς Κυριακς, 27.10.2007
  12. Βλ. Andre Bazen, «Τί εναι κινηματογράφος», κδ.: ΑΙΓΟΚΕΡΩΣ 1988, σ. 6
  13. Ατός εναι καί τίτλος (‘‘shadowlands’’ στά γγλικά) τς ταινίας μέ τήν ποία ξεκινήσαμε τίς προβολές. Ταινία γγλική μέ θέμα της τήν γάπη καί τήν πορεία πρός τόν θάνατο μέσῳ ἀνίατης σθένειας, μέ πρωταγωνιστές τόν Anthony Hopkins καί τήν Debra Winger.  
  14. «Τίποτα δέν θά μποροσε νά χει πιό βλαβερές συνέπειες πό τήν σοπέδωση τοῦ ἐμπορικοκινηματογράφου τά πρότυπα παραγωγς τς τηλεόρασης πού διαφθείρουν τό κοινό σέ συγχώρητο βαθμό, στερώντας του τήν μπειρία τς ληθινς τέχνης», ντρέι Ταρκόφσκι, π.π., σ. 229
  15. «ταν γιά να θέμα δέν χουν επωθετά πάντα, χεις περιθώριο νά σκεφτες κι λλο. Ἡ ἄλλη λύση εναι νά δίνεις στό κοινό, χωρίς καμιά προσπάθεια πό τήν πλευρά του, να τελικό συμπέρασμα, πού δέν τό χρειάζεται κανείς. Τί σημασία μπορενά χει ατό τό συμπέρασμα γιά τό θεατή, ταν δέν χει μοιραστεμέ τό δημιουργό τόν κόπο καί τή χαρά νά γεννηθεμιά εκόνα;», ντρέι Ταρκόφσκι, π.π., σ. 26,27
  16. «ταινία γίνεται κάτι περισσότερο π’ τι φαίνεται, κάτι περισσότερο πό ‘‘μφανισμένη’’ καί μονταρισμένη μπομπίνα φίλμ, στορία, πλοκή. Καί μόλις ρθει σέ παφή μέ τό τομο πού τήν παρακολουθε, ποχωρίζεται τό δημιουργό της, ρχίζει νά ζεμόνη της, λλάζει μορφή καί νόημα», ντρέι Ταρκόφσκι, π.π., σ. 162,163

 

Δημοσιεύτηκε στo περιοδικό ΣΥΝΑΞΗ τχ 135, Ιούλιος-  Σεπτέμβριος 2015,  σελ. 46-74.

Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Χρήστου Γαρουφαλή.

πηγή κειμένου: Aντίφωνο

  • No comments found

Leave your comments

Post comment as a guest

0
Your comments are subjected to administrator's moderation.
terms and condition.